πνεύσει

πνεύσει
πνέω
blow
aor subj act 3rd sg (epic)
πνέω
blow
fut ind mid 2nd sg
πνεῦσις
blowing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πνεύσεϊ , πνεῦσις
blowing
fem dat sg (epic)
πνεῦσις
blowing
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • προσαντιπνεύσει — πρός , ἀντί ἰπνεύω dry aor subj act 3rd sg (epic) πρός , ἀντί ἰπνεύω dry fut ind mid 2nd sg πρός , ἀντί ἰπνεύω dry fut ind act 3rd sg προσαντῑπνεύσει , πρός , ἀντί ἰπνεύω dry futperf ind mp 2nd sg προσαντῑπνεύσει , πρός , ἀντί ἰπνεύω dry… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”